προτερογυνία

προτερογυνία
η, Ν
βοτ. η πρωτογυνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proterogyny < proterogynous (βλ. λ. προτερόγυνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προτερογυνικός — ή, ό, Ν βοτ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προτερογυνία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proterogynic < proterogynous (βλ. λ. προτερόγυνος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”